ασβέστιο

ασβέστιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου φλοιού, βρίσκεται ως καθαρό ανθρακικό άλας στον ασβεστίτη και στους δολομίτες, ενώ ως πυριτική ένωση απαντάται στα πυριτικά πετρώματα και ως θειικό άλας στον γύψο. Υπάρχουν εξάλλου κοιτάσματα φωσφορίτη, απατίτη, φθορίτη κλπ. Είναι κύριο συστατικό των ζώντων οργανισμών: ο σκελετός των σπονδυλωτών και τα όστρακα των ασπόνδυλων αποτελούνται κατά κύριο λόγο από ανθρακικό και φωσφορικό α. Ο Ντέιβι και o Μπερτσέλιους το παρασκεύασαν για πρώτη φορά ακάθαρτο το 1808· σήμερα παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση μείγματος χλωριούχου και φθοριούχου λειωμένου άλατος. Έχει όψη αργυρόλευκου μετάλλου με σημείο τήξης τους 845°C, ενώ είναι ελατό και κατεργάσιμο. Οξειδώνεται στον αέρα, με θέρμανση ενώνεται εύκολα με διάφορα στοιχεία και συμπεριφέρεται κατά κανόνα ως δισθενές. Πολυάριθμες και σημαντικές είναι οι ενώσεις του α.: το οξείδιο του α., ο ασβέστης (CaO), παρασκευάζεται με αποσύνθεση του ανθρακικού του άλατος που σβήνεται με νερό και δίνει το υδροξείδιο του α. ή σβησμένο ασβέστη που σκληραίνει στον αέρα, γι’ αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα στα κονιάματα ως συνδετικό υλικό. To άνυδρο χλωρίδιο του α. (CaCl2) χρησιμοποιείται στους ξηραντήρες για να απορροφά την υγρασία. Το φθοριούχο άλας του α. χρησιμοποιείται για την κατασκευή οπτικών οργάνων και ως τήγμα σε ορισμένες μεταλλουργικές μεθόδους. Το ένυδρο θειικό άλας του α. (CaSO4 2H2O), o γύψος, έχει την ιδιότητα να γίνεται συμπαγές και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία και για να κατασκευάζονται καλούπια διαφόρων αντικειμένων. Το ανθρακικό α. είναι το πιο διαδεδομένο άλας· εμφανίζεται με διάφορες μορφές, όπως τα μάρμαρα, οι ασβεστόλιθοι, η κιμωλία κλπ. Το νερό που περιέχει ανθρακικό ανυδρίτη το μετατρέπει σε δισανθρακικό διαλυτό άλας που με θέρμανση ελευθερώνει ανθρακικό ανυδρίτη και τον καθιζάνει ως ανθρακικό άλας· σε αυτή την αντίδραση οφείλονται διάφορα φυσικά φαινόμενα (κάρστωση) και τα σοβαρά μειονεκτήματα από την επικάλυψη των λεβήτων (βλ. λ. σκληρότητα). Είναι γνωστά πολυάριθμα φωσφορικά α., από τα οποίασημαντικότερο είναι το τρισασβέστιο άλας του φωσφορικού οξέος (Ca3 [ΡΟ4]2) ή φωσφορίτης, πρώτη ύλη για την παραγωγή των λιπασμάτων και την παρασκευή του φωσφόρου. Το ανθρακασβέστιο (CaC2) είναι σπουδαίο επειδή διασπάται με το νερό και δίνει ακετυλένιο. Χαρακτηριστικό για την αναγνώριση των αλάτων του α. είναι το κόκκινο χρώμα, το οποίο προσδίδουν στη φλόγα ακόμα και ίχνη του. Το α. ως μέταλλο δεν έχει μεγάλη βιομηχανική αξία, βρίσκεται ως συστατικό μερικών κραμάτων για κουζινέτα ή επενδύσεις ηλεκτρικών καλωδίων. (Ιατρ.) Στον οργανισμό μας το α. έχει σημασία για τον σχηματισμό των οστών και για την πήξη του αίματος, που δεν γίνεται χωρίς την παρουσία του, για τη διατήρηση της διαπερατότητας των μεμβρανών και τη ρύθμιση της νευρομυϊκής ερεθιστικότητας. Ο μεταβολισμός του ρυθμίζεται από την παραθυρεοειδή ορμόνη και τη βιταμίνη D· η τελευταία διατηρεί σταθερή την αναλογία ασβεστίου και φωσφόρου, συντελεστές από τους οποίους εξαρτάται η εναπόθεση τουανόργανου συστατικού στα οστά. Εισάγεται από τις τροφές (το γάλα και τα τυριά είναι τα πιο πλούσια σε α.) και απορροφάται σε πρώτο στάδιο από το λεπτό έντερο. Στα οστά το α. βρίσκεται ως υδροξυαπατίτης, ένα ιδιαίτερο μείγμα φωσφορικού και δισανθρακικού άλατος· η ανεπαρκής απόθεσή του ή η απομάκρυνσή του από τον οστεώδη ιστό αντιστοιχεί στις παθήσεις του ραχιτισμού, της οστεομαλακίας και της οστεΐτιδας του Recklinghausen. Στην υποασβεσταιμία, δηλαδή στην ελάττωση της ποσότητας του α. που περιέχεται στο πλάσμα, είναι εμφανής η αύξηση της νευρομυϊκής ερεθιστικότητας, με συμπτώματα τιτάνιας, κατάσταση νοσηρή τις περισσότερες φορές, η οποία οφείλεται σε ανεπάρκεια της παραθυρεοειδούς ορμόνης. Ασθένειες του παραθυρεοειδούς (υπερασβεσταιμία) ή αυξήσεις του α. του πλάσματος, παρατηρούνται στους υπερπαραθυρεοειδισμούς από υπερβολικές δόσεις βιταμίνης D και σε οιδήματα κακοήθη ή αιμοπάθειας με μεταστάσεις και εντοπίσεις στα οστά. Για την ανασταλτική δράση που ασκεί στη διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών το α. χρησιμοποιείται στη θεραπευτική αγωγή ως αντιφλογιστικό και αντιαλλεργικό·χρησιμοποιείται επίσης ενδοφλεβίως ως γενικό τονωτικό του οργανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασβέστιο — το ένα από τα χημικά στοιχεία (ομάδα αλκαλικών γαιών). Είναι πολύ διαδομένο στη φύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστιούχος — ο αυτός που περιέχει ασβέστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασβέστιο + ούχος < έχω] …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”